Τραγούδια της περιοχής


Του Ιμβραήμ το 1827

Βουνά της Αλωνίσταινας και της Απάνω Χρέπας
γιατί βουρκώσατε πολύ και είστε βουρκομένα;
Μη σας εφύσηξε βοριάς κι ένα κακό χαλάζι;
Μπραϊμ πασας μας πολεμεί με τους στραβαραπάδες
δέχα χιλιάδες τακτικό έξη καβαλλαρία
πήραν την Αλωνίσταινα σκλάβωσαν τη Βυτίνα.
Επήγαν στα Μαγούλιανα εκάψανε τη Λάστα
κι εκείθε πέρα πέρασαν επήγαν στα Λαγκάδια
πήραν μανούλες με παιδιά γυναίκες με τους άντρες
κι εκέι να ακούτε κλάμματα γυναίκεια μοιρολόγια
κλαιν οι μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άνδρες
Μοιρολογούν και θλίβονται κλαίνε κι αναστενάζουν
που σκότωσαν τους άντρες τους σκοτώσαν τα παιδιά τους
και τώρα μένουν μοναχές σαν έρμες χουχουλούδες.


Ο Δήμος

Α θεέ και τι να γένηκαν οι δυο καλοί λεβέντες
Ο Σπήλιος της Κορφοξυλιάς κι ο Δήμος ο Λαστιώτης
Που φούμησαν τα τρια χωριά τη Λαστα τη Βυτίνα
Λαστα και Μαγούλιανα τα δυο λεβεντοχώρια
Ο Δήμος πάει στου Φονιά κι ο Σπήλιος στην Κορώνη
Το Σπήλιο πίανει η Τουρκιά, το Δήμο οι Αρβανίτες
Δεν το 'λπιζα δεν το ΄λεγα, μα είτε στο νου μου το είχα
Να βγούν τα βρωμοχόρταρα, τα τσελοπατημένα
Να χάσουν τα τριαντάφυλλα, τα μοσκομυρισμένα.


Μου παρήγγειλε τ' αηδόνι

Μου παρήγγειλα τ' αηδόνι με το πετροχελιδόνι
να του φτιάξω τη φωλιά του μέσα στα βασιλικά του
να την πλέξω με την τάξη γύρω γύρω με μετάξι
Του παρήγγειλα κι εγώ:
- Το μετάξι είν' ακριβό
Μου παρήγγειλε κι εκείνο:
- Όσο κάνει εγώ τα δίνω.


Πέρασα από την πόρτα σου

Πέρασα από την πόρτα σου κι από τη γειτονιά σου
κι άκουσα την κουβέντα σου και τη γλυκιά λαλιά σου
Κι ένα πρωί σου ζήτησα να πιω λίγο νεράκι
κι αντί νερό με πότισες το πιο πικρό φαρμάκι.
Κι από εκείνο το πρωί χέρια και πόδια τρέμουν
φαίνεται πως τα μάγεψες για κείνο το παθαίνουν.
Θέλω να γειάνω δε μπορώ, όλα τα έχω κάνει
δεν άφησα παράκληση, δεν άφησα βοτάνι